σεμνότητα
[seˈmnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bescheidenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσεμνότητα μετριοφροσύνησεμνότητα μετριοφροσύνη
- Anständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσεμνότητα ευπρέπειασεμνότητα ευπρέπεια
- Sittsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσεμνότητα ηθικότητασεμνότητα ηθικότητα
- Schüchternheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσεμνότητα ντροπαλοσύνησεμνότητα ντροπαλοσύνη