„σελοποιεία“: θηλυκό σελοποιεία [selopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sattelzeug Sattelzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n σελοποιεία σελοποιεία