„σελιδοδείκτης“: αρσενικό σελιδοδείκτης [seliðoˈðiktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lesezeichen Lesezeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σελιδοδείκτης σελιδοδείκτης