„σελίδα“: θηλυκό σελίδα [seˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seite (Buch-)Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich f σελίδα βιβλίου σελίδα βιβλίου examples γυρίζω σελίδα umblättern γυρίζω σελίδα σελίδα εξωφύλλου Deckblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n σελίδα εξωφύλλου