„σεισμογράφος“: αρσενικό σεισμογράφος [sizmoˈɣrafos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seismograf Seismografαρσενικό | Maskulinum, männlich m σεισμογράφος σεισμογράφος