„σεβάσμιος“ σεβάσμιος [seˈvazmios], σεβάσμια, σεβάσμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ehrwürdig ehrwürdig σεβάσμιος σεβάσμιος