„σγουρομάλλης“: αρσενικό σγουρομάλλης [zɣuroˈmalis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lockenkopf Lockenkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m σγουρομάλλης σγουρομάλλης