„Σαντορίνη“: θηλυκό Σαντορίνη [sandoˈrini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Santorini Santoriniουδέτερο | Neutrum, sächlich n Σαντορίνη Σαντορίνη