„σανταλόξυλο“: ουδέτερο σανταλόξυλο [sandaˈloksilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sandelholz Sandelholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n σανταλόξυλο σανταλόξυλο