„σαλιγκάρι“: ουδέτερο σαλιγκάρι [saliŋˈgari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnecke Schneckeθηλυκό | Femininum, weiblich f σαλιγκάρι ζωολογία | Zoologieζωολ σαλιγκάρι ζωολογία | Zoologieζωολ