„σαλιάρισμα“: ουδέτερο σαλιάρισμα [saˈʎarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quasselei Quasseleiθηλυκό | Femininum, weiblich f σαλιάρισμα σαλιάρισμα