„σακοδρομία“: θηλυκό σακοδρομία [sakoðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sackhüpfen Sackhüpfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σακοδρομία σακοδρομία