„σακάκι“: ουδέτερο σακάκι [saˈkakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jackett, Sakko Jackettουδέτερο | Neutrum, sächlich n σακάκι Sakkoαρσενικό | Maskulinum, männlich m σακάκι σακάκι