„σίτος“: αρσενικό σίτος [ˈsitos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σίτος βοτανική | Botanikβοτ → see „σιτάρι“ σίτος βοτανική | Botanikβοτ → see „σιτάρι“