„Σίσυφος“: αρσενικό Σίσυφος [ˈsisifos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sisyphus Sisyphusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Σίσυφος μυθολογία | Mythologieμυθ Σίσυφος μυθολογία | Mythologieμυθ