„σέσκουλο“: ουδέτερο σέσκουλο [ˈseskulo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mangold Mangoldαρσενικό | Maskulinum, männlich m σέσκουλο βοτανική | Botanikβοτ σέσκουλο βοτανική | Botanikβοτ