„σέγα“: θηλυκό σέγα [ˈseɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Säge Sägeθηλυκό | Femininum, weiblich f σέγα σέγα examples σέγα χειρός Laubsägeθηλυκό | Femininum, weiblich f σέγα χειρός σέγα χεριού Stichsägeθηλυκό | Femininum, weiblich f σέγα χεριού