„σάουνα“: θηλυκό σάουνα [ˈsauna]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sauna Saunaθηλυκό | Femininum, weiblich f σάουνα σάουνα examples κάνω σάουνα saunieren, in die Sauna gehen κάνω σάουνα