„σάλπισμα“: ουδέτερο σάλπισμα [ˈsalpizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trompetenstoß Trompetenstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m σάλπισμα σάλπισμα