„Σάββατο“: ουδέτερο Σάββατο [ˈsavato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Samstag, Sonnabend, Sabbat Samstagαρσενικό | Maskulinum, männlich m Σάββατο Σάββατο Sonnabendαρσενικό | Maskulinum, männlich m Σάββατο ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ Σάββατο ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ Sabbatαρσενικό | Maskulinum, männlich m Σάββατο εβραϊκό Σάββατο εβραϊκό examples το Σάββατο am Samstag το Σάββατο κάθε Σάββατο samstags κάθε Σάββατο