„ρύγχος“: ουδέτερο ρύγχος [ˈriŋxos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rüssel Rüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρύγχος ρύγχος