„ρόπτρο“: ουδέτερο ρόπτρο [ˈroptro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Türknauf Türknaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρόπτρο ρόπτρο