ρόμπα
[ˈroba]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hauskleidουδέτερο | Neutrum, sächlich nρόμπα γυναικείαρόμπα γυναικεία
- Morgenrockαρσενικό | Maskulinum, männlich mρόμπα και για τα δύο φύλαρόμπα και για τα δύο φύλα