ρόλος
[ˈrolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rolleθηλυκό | Femininum, weiblich fρόλος θέατρο | Theaterθεατ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρόλος θέατρο | Theaterθεατ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ