„ρυτιδώνω“: αμετάβατο ρήμα ρυτιδώνω [ritiˈðono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schrumpeln schrumpeln ρυτιδώνω ρυτιδώνω