„ρυτιδωμένος“ ρυτιδωμένος [ritiðoˈmenos], ρυτιδωμένη, ρυτιδωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) faltig, runzelig faltig, runzelig ρυτιδωμένος επιδερμίδα ρυτιδωμένος επιδερμίδα