ρυπαίνω
[riˈpeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άνθηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschmutzen, verunreinigenρυπαίνω μολύνωρυπαίνω μολύνω
- belastenρυπαίνω περιβάλλονρυπαίνω περιβάλλον