„ρυμούλκα“: θηλυκό ρυμούλκα [riˈmulka]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anhänger Anhängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρυμούλκα όχημα ρυμούλκα όχημα