„ρυμοτομία“: θηλυκό ρυμοτομία [rimotoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stadtplanung Stadtplanungθηλυκό | Femininum, weiblich f ρυμοτομία ρυμοτομία