ρυθμιστής
[riθmisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reglerαρσενικό | Maskulinum, männlich mρυθμιστής τεχνική | Technikτεχνρυθμιστής τεχνική | Technikτεχν
examples
- ρυθμιστής έντασης ήχουLautstärkereglerαρσενικό | Maskulinum, männlich m