„ρουφηχτός“ ρουφηχτός [rufixˈtos], ρουφηχτή, ρουφηχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlürfend schlürfend ρουφηχτός ρουφηχτός