„ρουτινιάρικος“ ρουτινιάρικος [rutiˈɲarikos], ρουτινιάρικη, ρουτινιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) routiniert routiniert ρουτινιάρικος ρουτινιάρικος