„ρουθούνισμα“: ουδέτερο ρουθούνισμα [ruˈθunizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Naserümpfen Naserümpfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ρουθούνισμα ρουθούνισμα