ρολό
[roˈlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Papier-)Rolleθηλυκό | Femininum, weiblich fρολό χαρτιούρολό χαρτιού
- Rollladenαρσενικό | Maskulinum, männlich mρολό παράθυρουRolloουδέτερο | Neutrum, sächlich nρολό παράθυρουρολό παράθυρου
- Lockenwicklerαρσενικό | Maskulinum, männlich mρολό μπικουτίρολό μπικουτί
examples
- ρολό κιμάHackbratenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ρολό λαχανικών γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρFrühlingsrolleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρολό υφάσματοςStoffballenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples