„ρολά“: πληθυντικός ουδετέρου ρολά [roˈla]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jalousie Jalousieθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολά ρολά