„ροζιασμένος“ ροζιασμένος [rozjazˈmenos], ροζιασμένη, ροζιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knorrig knorrig ροζιασμένος ροζιασμένος