ρινόκερος
[riˈnokjeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rhinozerosουδέτερο | Neutrum, sächlich nρινόκεροςNashornουδέτερο | Neutrum, sächlich nρινόκεροςρινόκερος