ριζικός
[riziˈkos], ριζική, ριζικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- grundlegendριζικός θεμελιώδηςριζικός θεμελιώδης
- ριζικός ολοκληρωτικός
Thank you for your feedback!