„ριζικό“: ουδέτερο ριζικό [riziˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schicksal Schicksalουδέτερο | Neutrum, sächlich n ριζικό μοίρα ριζικό μοίρα