„ρεύομαι“: αποθετικό ρήμα ρεύομαι [ˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufstoßen, rülpsen aufstoßen, rülpsen ρεύομαι ρεύομαι