„ρετσινάτος“ ρετσινάτος [retsiˈnatos], ρετσινάτη, ρετσινάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) harzig harzig ρετσινάτος ρετσινάτος