„ρεζίλι“: ουδέτερο ρεζίλι [reˈzili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blamage Blamageθηλυκό | Femininum, weiblich f ρεζίλι ρεζίλι examples κάνω κάποιον ρεζίλι jemanden blamieren κάνω κάποιον ρεζίλι γίνομαι ρεζίλι sich blamieren, sich lächerlich machen γίνομαι ρεζίλι τι ρεζίλι! was für eine Blamage! τι ρεζίλι!