ρεζέρβα
[reˈzerva]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reserveθηλυκό | Femininum, weiblich fρεζέρβα απόθεμαρεζέρβα απόθεμα
- Reserveradουδέτερο | Neutrum, sächlich nρεζέρβα ρόδαErsatzreifenαρσενικό | Maskulinum, männlich mρεζέρβα ρόδαρεζέρβα ρόδα