„ρεαλιστικός“ ρεαλιστικός [realistiˈkos], ρεαλιστική, ρεαλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) realistisch realistisch ρεαλιστικός ρεαλιστικός