ραπτική
[raptiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schneidernουδέτερο | Neutrum, sächlich nραπτική τέχνηSchneiderkunstθηλυκό | Femininum, weiblich fραπτική τέχνηραπτική τέχνη