ραπανάκι
[rapaˈnakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Radieschenουδέτερο | Neutrum, sächlich nραπανάκι βοτανική | BotanikβοτMeerrettichαρσενικό | Maskulinum, männlich mραπανάκι βοτανική | Botanikβοτραπανάκι βοτανική | Botanikβοτ