ραδιογράφημα
[raðioˈɣrafima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Röntgenaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fραδιογράφημα ιατρική | Medizinιατρραδιογράφημα ιατρική | Medizinιατρ
- Funkspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mραδιογράφημα ραδιοσήμαραδιογράφημα ραδιοσήμα