„ραδιενεργώς“: επίρρημα ραδιενεργώς [raðienerˈɣos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) radioaktiv radioaktiv ραδιενεργώς ραδιενεργώς examples ραδιενεργώς μολυσμένος verstrahlt ραδιενεργώς μολυσμένος