ρίψη
[ˈripsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Ein-)Wurfαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίψηρίψη
- Abwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίψη βόμβαςρίψη βόμβας
examples
- ρίψη βομβώνBombenabwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich m