„ρήμαγμα“: ουδέτερο ρήμαγμα [ˈrimaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verwüstung Verwüstungθηλυκό | Femininum, weiblich f ρήμαγμα ρήμαγμα